θρανίς

θρανίς
θρανίς, -ίδος, ἡ (Α) [θράνος]
το ψάρι ξιφίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • θρανίς — sword fish fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρανίδας — θρανίς sword fish fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρανίδος — θρανίς sword fish fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θράνος — θρᾱνος, ὁ (Α) 1. κάθισμα, εδώλιο 2. κάθισμα αποπάτου 3. ξύλινο δοκάρι 4. φρ. «ὁ θράνος τοῡ νεώ» η τοιχοποιία της κορυφής τού ναού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ΙΕ ρίζα *dhreә2 «κρατώ, στηρίζω» + επίθημα νο , νυ (για τον παράλληλο τ. θρῆνυς). Συνδέεται με τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”